- ἄργματα
- ἄργμαfirstlingsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άργματα — ἄργματα, τα (Α) «αι απαρχαί*» της θυσίας, τα μέλη του ζώου που έκοβαν και έκαιγαν στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Υπάρχει και παράλληλος τ. άρχματα (Ησύχ.), με αναλογική διατήρηση του χ . ΣΥΝΘ. απάργματα, επάργματα] … Dictionary of Greek
άργμα — ἄργμα ( ατος), το (Α) (μόνο στον πληθ.) (για θυσία) άργματα* απαρχές … Dictionary of Greek